- αποπτισμα
- ἀπόπτισμαἀπό-πτισμα-ατος τό щепки
(κέδρου Arst. - v. l. ἀπόπρισμα)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κέδρου Arst. - v. l. ἀπόπρισμα)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποπτίσμασιν — ἀπόπτισμα chaff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτίσματα — ἀπόπτισμα chaff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)